μανήν — μᾱνήν , μανός loose fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μάνην — Μάνης cup masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
May 23 (Eastern Orthodox liturgics) — May 22 Eastern Orthodox Church calendar May 24 All fixed commemorations below celebrated on June 5 by Old Calendarists Contents 1 Saints 1.1 Other commemorations 2 Notes 3 … Wikipedia
Manahen — Saint Manahen (also Manaen) was a teacher of the Church of Antioch and the foster brother (Gk. syntrophos, Vulg. collactaneus) of Herod Antipas.[1] Little is known of Manahen s life. He is said to be one those who, under the influence of the Holy … Wikipedia
θεομανής — ές (Α θεομανής, ές) αυτός που έγινε μανιακός, παράφρων από θεό, ο δαιμονισμένος («θεομανεῖ λύσση» με μανία που στάλθηκε από τους θεούς, Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μανής (< θ. μαν τού μαίνομαι, πρβλ. παθ. αόρ. β ε μάνην), πρβλ. γυναι μανής,… … Dictionary of Greek
θηλυμανής — ές (ΑΜ θηλυμανής, ές) (για άνδρες) αυτός που τρελαίνεται για γυναίκες, αυτός που έχει ασυγκράτητες ερωτικές επιθυμίες αρχ. αυτός που οδηγεί σε μανία τις γυναίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + μανής (< ε μάνην, παθ. αόρ. β τού μαίνομαι), πρβλ. γυναι… … Dictionary of Greek
ιππομανία — η (Α ἱππομανία) μανιώδης αγάπη για τους ίππους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + μανία (< θ. μαν τού μαίνομαι, πρβλ. παθ. αορ. β ἐ μάνην)] … Dictionary of Greek
κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… … Dictionary of Greek